- υποσακίζω
- και ὑποσακκίζω ΜΑφρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ»α) προχωρώ βιαστικά και ζωηράβ) (για άλογο) καλπάζωαρχ.1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζεινὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.)2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαιμτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σακίζω / σακκίζω «σουρώνω, στραγγίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.